αυλακιάζω

αυλακιάζω
αυλακιάζω και αυλακίζω και αυλακώνω -ι(α)σα και -ωσα, ανοίγω αυλάκια στο χωράφι για τη σπορά: Όλοι στο χωριό είχαν αρχίσει να αυλακιάζουν.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αυλακιάζω — 1. ανοίγω αυλάκια με το αλέτρι ή τον κασμά 2. κάνω να σχηματιστούν αυλάκια, ρυτίδες («τον αυλάκιασε η δυστυχία») …   Dictionary of Greek

  • αλοκίζω — ἀλοκίζω (Α) [ἄλοξ] 1. αυλακιάζω, ανοίγω αυλάκι (με το αλέτρι) 2. χαράζω γράμματα, γράφω πάνω σε επιφάνεια αλειμμένη με κερί …   Dictionary of Greek

  • διαυλακώνω — και διαυλακίζω (Α) 1. ανοίγω αυλάκια, αυλακώνω, αυλακιάζω 2. διασχίζω γρήγορα έναν τόπο σα να σχηματίζω αυλάκια («κεραυνοί διαυλάκωναν τον ουρανό») …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”